antipoetical

antipoetical
adj.; antipoetically, adv.

* * *


Universalium. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • antipoetical — adj.; antipoetically, adv …   Useful english dictionary

  • αντιποιητικός — (I) ή, ό ο μη ποιητικός, αυτός που παραβαίνει τους κανόνες της ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + ποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 από τον Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα Εφημερίς, ως απόδοση του γερμ. unpoetisch (πρβλ. αγγλ. antipoetical γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”