bhleu-(k)-, (-s-) — bhleu (k) , ( s ) English meaning: to burn Deutsche Übersetzung: “brennen” Note: extension from bhel ‘shine”. Material: *bhleu s in Gk. περι πεφλευσμένος πυρί “ blazed by the fire “, ἐπέφλευσε, περιφλύ̄ω “ sear all around “; O … Proto-Indo-European etymological dictionary
bhleu- — bhleu English meaning: to blow; to swell, flow Deutsche Übersetzung: “aufblasen (schnauben, brũllen), schwellen, strotzen, ũberwallen, fließen” Note: extension from bhel “(inflate, bloat), swell up” Material: Gk. φλέ(F)ω “… … Proto-Indo-European etymological dictionary
bhlēu-2 : bhlǝu- : bhlū- — bhlēu 2 : bhlǝu : bhlū English meaning: bad Deutsche Übersetzung: ‘schwach, elend” (probably from “geschlagen”) Note: bh(e)lēu is apparent, manifest, obvious parallel formation to bheleu “hit”. Material: Gk. φλαῦρος, φαῦλος… … Proto-Indo-European etymological dictionary
bhlēu-1 : bhlǝu- : bhlū- — bhlēu 1 : bhlǝu : bhlū English meaning: to shine Deutsche Übersetzung: “glänzen”, also von weißem Hautausschlag, Narben, Schinn etc Note: derivatives to bhel 1. Material: Russ. blju šč “ivy” (Specht Decl. 117); Pol. bɫysk… … Proto-Indo-European etymological dictionary
bhel- — I. bhel 1 To shine, flash, burn; shining white and various bright colors. Derivatives include blue, bleach, blind, blond, blanket, black, flagrant, and flame. I. Suffixed full grade form … Universalium
bhel-1, bhelǝ- — bhel 1, bhelǝ English meaning: shining, white Deutsche Übersetzung: “glänzend, weiß”, also von weißlichen Tieren, Pflanzen and Dingen, as Schuppen, Haut etc Note: to bhü 1 standing in the same relationship, as stel to stü… … Proto-Indo-European etymological dictionary
bhlē̆ i-1 : bhlǝi- : bhlī- — bhlē̆ i 1 : bhlǝi : bhlī English meaning: to shine Deutsche Übersetzung: “glänzen”, also von Narben Note: extension from bhel ds. Material: Gmc. *blīÞia (*bhlei tio or rather *bhlī tio ) “light, cheerful, fair (of sky, heaven … Proto-Indo-European etymological dictionary
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek
φλαύρος — α, ον, Α 1. (για πράγμ.) α) ασήμαντος, μηδαμινός β) πρόστυχος, κακός γ) ανωφελής, άχρηστος 2. (για πρόσ.) α) ανάξιος ή ανίκανος για κάτι β) φτωχός στην εμφάνιση γ) ανήθικος, φαύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. κυρίως… … Dictionary of Greek
φλεύω — Α φλέγω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλεύω, το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. περι φλεύω / περι φλύω) έχει προέλθει από τ. *φλέFω, με αντιπροσώπευση τού F στη φωνηεντική του μορφή ως υ , και ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhl ew… … Dictionary of Greek