aerobium
Look at other dictionaries:
aerobium — [er ō′bē əm] n. pl. aerobia [er ō′bē ə] [ModL: see AEROBE] an aerobe … English World dictionary
aerobium — aer·o·bi·um … English syllables
aerobium — n. (pl. bia) organism growing only in presence of oxygen. ♦ aerobic, a. ♦ aerobiosis, n. such growth or existence … Dictionary of difficult words
aerobium — … Useful english dictionary
αερόβιο — (aerobium).Γένος φυτών, της οικογένειας των ορχεϊδών. Τα φυτά του γένους αυτού φυτρώνουν στη Μαδαγασκάρη και στη νότια Αφρική, όπου καλλιεργούνται και σε θερμοκήπια. Πολλά από αυτά είναι επίφυτα στους κορμούς δέντρων. Από όλα τα είδη ιδιαίτερη… … Dictionary of Greek
aerobia — plural of aerobium … Useful english dictionary