reudh- — reudh English meaning: red Deutsche Übersetzung: “rot” Material: O.Ind. rō hita = Av. raoiδita “red, reddish”, rōhi t “rote mare, Weibchen a gazelle “, rō hi m., rōhī f. “ gazelle “; O.Ind. lōha “reddish”, m. n. “rötliches metal,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
rust — {{11}}rust (n.) O.E. rust, related to rudu redness, from P.Gmc. *rusta (Cf. Fris. rust, O.H.G., Ger. rost, M.Du. ro(e)st), from PIE *reudh s to (Cf. Lith. rustas brownish, rudeti to rust; L. robigo, O.C.S. ruzda … Etymology dictionary
Red — This article is about the color. For other uses, see Red (disambiguation). Red Spectral coordinates Wavelength 620–740 … Wikipedia
Ruis — (Unicode|ᚂ) is the fifteenth letter of the Ogham alphabet, derived from ruise red . Its Proto Indo European root was * Unicode|reudh red . Its phonetic value is [r] … Wikipedia
ruddock — [rud′ək] n. 〚ME ruddok < OE rudduc < rudu, red (see RUDD) + uc, OCK〛 [Brit. Dial.] ROBIN (sense 2) * * * rud·dock (rŭdʹək) n. Chiefly British An Old World r … Universalium
reuten — reu|ten 〈V. tr.; hat; oberdt.〉 = roden [<ahd. riuten <*riutjan „urbarmachen“; zu idg. *reudh „roden“, Erweiterung von idg. *reu „aufreißen“] * * * reu|ten <sw. V.; hat [mhd., ahd. riuten, verw. mit ↑ raufen] (südd., österr., schweiz.… … Universal-Lexikon
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
ερεύθω — ἐρεύθω (Α) 1. κάνω κάτι ερυθρό, τό κοκκινίζω, τό χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
red — [OE] Red is an ancient colour term, whose history can be traced back to prehistoric Indo European *reudh . This also produced Greek eruthrós ‘red’ (source of English erythrocyte ‘red blood cell’ [19]) and a whole range of Latin ‘red’ words,… … The Hutchinson dictionary of word origins