* * *
Universalium. 2010.
μίσθαρνοι — μίσθαρνος wageearner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθαρνος — wageearner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)