- unstricken
-
adj.
* * *
Universalium. 2010.
* * *
Universalium. 2010.
unstricken — adjective Not stricken … Wiktionary
unstricken — adj … Useful english dictionary
ἀπληκτότατον — ἄπληκτος unstricken masc acc superl sg ἄπληκτος unstricken neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλήκτως — ἄπληκτος unstricken adverbial ἄπληκτος unstricken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπληκτον — ἄπληκτος unstricken masc/fem acc sg ἄπληκτος unstricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
unstruck — adjective Not having been struck. See Also: unstricken … Wiktionary
ἀπληκτοτέρῳ — ἄπληκτος unstricken masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληκτότατοι — ἄπληκτος unstricken masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπληκτότεραι — ἄπληκτος unstricken fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλήκτοις — ἄπληκτος unstricken masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)