- unhoed
-
adj.
* * *
Universalium. 2010.
* * *
Universalium. 2010.
unhoed — adj … Useful english dictionary
ἀσκάλευτον — ἀσκάλευτος unhoed masc/fem acc sg ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκάλευτα — ἀσκάλευτος unhoed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)